ρέβα

ρέβα
η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Brassica oleracea.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rave < λατ. rapum (βλ. λ. ράφανος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • ράπα — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «τὴν καλάμην καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ αὐλοῡντας ῥαπαύλους». [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. ῥάπυς(βλ. και λ. ράφανος)]. (II) η, Ν το φυτό ρέβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rapa (βλ. και λ. ράφανος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”